- ρηγματίας
- και ῥωγματίας και ιων. τ. ῥωγματίης, ὁ, Α1. (κατά τον Ιπποκρ.) «ὁ ἐρρωγός τι τῶν ἐντὸς ἔχων»2. φρ. «ῥηγματίας πλεύμονος»πιθ. αυτός που πάσχει από πλευρίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήγμα, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. κτηματ-ίας). Ο παράλληλος τ. ῥωγματίας < ῥωγμή].
Dictionary of Greek. 2013.